- παλινοστώ
- και παλιννοστώ (ΑΜ παλινοστῶ και παλιννοστῶ, -έω) [παλίνοστος]επανέρχομαι, επιστρέφω, ιδίως στην πατρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλινοστῶ — παλινοστέω return pres subj act 1st sg (attic epic doric) παλινοστέω return pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιννοστώ — (ΑΜ παλιννοστῶ, έω) βλ. παλινοστώ … Dictionary of Greek
παλινόστηση — και παλιννόστηση, η (Μ παλιννόστησις) [παλινοστώ] επάνοδος κάποιου στον τόπο από όπου αναχώρησε, ιδίως στην πατρίδα νεοελλ. 1. (εμπ. ναυτ.) ο επαναπατρισμός τού ναυτικού 2. η επιστροφή μεταναστών από το εξωτερικό και η εγκατάσταση τους στην… … Dictionary of Greek